μεγαλότιμος

From LSJ
Revision as of 14:50, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλότῑμος Medium diacritics: μεγαλότιμος Low diacritics: μεγαλότιμος Capitals: ΜΕΓΑΛΟΤΙΜΟΣ
Transliteration A: megalótimos Transliteration B: megalotimos Transliteration C: megalotimos Beta Code: megalo/timos

English (LSJ)

ον, A greatly honoured, PMag.Leid.W.14.22, Pap.in Sitzb.Heidelb.Akad.1923(2).18; gloss on ἐρίτιμος, Hsch., EM374.55. Adv. -μως D.L.8.88.

German (Pape)

[Seite 107] von großem Preise, Werthe, hochgeehrt, VLL. als Erkl. von ἐρίτιμος. – Adv., D. Sic. 8, 88.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλότῑμος: -ον, ὁ ἔχων μεγάλην ἀξίαν, Ἡσύχ. ἐν λ. ἐρίτιμον. ― Ἐπίρρ. μεγαλοτίμως, μετὰ μεγάλης τιμῆς, Διογ. Λ. 8. 88.

Spanish

grandemente honrado, que recibe gran honra

Greek Monolingual

μεγαλότιμος, -ον (Α)
αυτός που έχει μεγάλη αξία.
επίρρ...
μεγαλοτίμως (Α)
με μεγάλη τιμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + τιμή (πρβλ. υψηλό-τιμος)].