μελισσεύς

From LSJ
Revision as of 15:04, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαroot of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελισσεύς Medium diacritics: μελισσεύς Low diacritics: μελισσεύς Capitals: ΜΕΛΙΣΣΕΥΣ
Transliteration A: melisseús Transliteration B: melisseus Transliteration C: melisseys Beta Code: melisseu/s

English (LSJ)

έως, ὁ, A bee-keeper, Arist.HA626a10, PMasp.147.1 (vi A. D.).

German (Pape)

[Seite 124] ὁ, Bienenwärter, Bienenwirth, Arist H. A. 9, 27.

Greek (Liddell-Scott)

μελισσεύς: -έως, ὁ, μελισσουργός, μελισσοκόμος, Λατ. apiarius, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 37.

Greek Monolingual

μελισσεύς, -έως, ὁ (Α)
μελισσοκόμος, μελισσουργόςδιόπερ καὶ τούτοις οἱ μελισσεῑς ἐκ τῶν τελμάτων, ἀφ' ὧν ὑδρεύονται αἱ μέλιτται, θηρεύουσι», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + κατάλ. -εύς (πρβλ. ιππ-εύς)].

Russian (Dvoretsky)

μελισσεύς: έως ὁ пчеловод Arst.