μελιτζάνα
From LSJ
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance
Greek Monolingual
και μελιντζάνα και μελιζάνα, η (Μ μελιτζάνα και μελιντζάνα)
(βοτ.-γεωπ.)
1. κοινή ονομασία του φυτού Solanum melongena του γένους σολανό, που καλλιεργείται για τον εδώδιμο καρπό του, ο οποίος τρώγεται μαγειρεμένος
2. ο καρπός του φυτού αυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. melanzana. Κατ' άλλους < μσν. μαζιζάνιον, ασιατικής προέλευσης (πρβλ. ματζάνα)].