μελανόπωλος

From LSJ
Revision as of 15:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελᾰνόπωλος Medium diacritics: μελανόπωλος Low diacritics: μελανόπωλος Capitals: ΜΕΛΑΝΟΠΩΛΟΣ
Transliteration A: melanópōlos Transliteration B: melanopōlos Transliteration C: melanopolos Beta Code: melano/pwlos

English (LSJ)

ον, A having black horses, Sch.E.Ph.606.

Greek Monolingual

μελανόπωλος, -ον (Α)
αυτός που έχει μαύρους πώλους, μαύρους ίππους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + πῶλος (πρβλ. λευκό-πωλος, ταχύπωλος)].