χριστιανομάχος

From LSJ
Revision as of 15:28, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

μεγάλα ταῖς ἐλπίσι περινοέωcherish great anticipations, form great projects

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
εκκλ. πολέμιος του χριστιανισμού, αντίπαλος τών χριστιανών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χριστιανός + -μάχος (< μάχομαι), πρβλ. ἀνδρο-μάχος].