χρυσοΰφαντος
From LSJ
οὐδὲν γάρ ἐστι κεκαλυμμένον ὃ οὐκ ἀποκαλυφθήσεται → there is nothing hidden that will not be revealed, there is nothing concealed that will not be revealed, there is nothing covered that shall not be revealed, there is nothing covered that won't be uncovered
German (Pape)
[Seite 1382] aus, mit Gold gewirkt, durchwirkt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσοΰφαντος: -ον, ἐνυφασμένος μὲ χρυσόν, Δαμασκ. ΙΙΙ, 649C, Κ. Πορφυρογ. Ἔκθ Βασ. Τάξ. 24, 6.
Greek Monolingual
-η, -ο / χρυσοΰφαντος, -ον, ΝΜ
υφασμένος με χρυσές κλωστές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -ύφαντος (< ὑφαντός < ὑφαίνω), πρβλ. κροκ-ύφαντος, καλο-ΰφαντος].