ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
το, Νψιλόβροχο, ψιχάλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλο- + -βρόχι (< βροχή), πρβλ. πρωτο-βρόχι].