ἐθνηδόν
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
English (LSJ)
Adv. A by nations, as a whole nation, LXX 4 Ma.2.19.
German (Pape)
[Seite 720] völkerweise, Ios.
Spanish (DGE)
adv. como nación τοὺς ... τοὺς Σικιμίτας ἐ. ἀποσφάξαντας a los que aniquilaron a los sicimitas como nación LXX 4Ma.2.19, οὐκ ἐ. οἰκοῦντες Sch.Pi.O.10.18a, οὐ μόνον τὸν καθ' ἑκάστον, ἀλλὰ καὶ ἐ. ἅπαντας Olymp.Iob 34.29.
Greek Monolingual
ἐθνηδόν επίρρ. (Α)
εξ ολοκλήρου, σύσσωμο το έθνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. έθνος + -ηδόν (πρβλ. αγεληδόν, αληδόν)].