ἐθνηδόν
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
English (LSJ)
Adv. by nations, as a whole nation, LXX 4 Ma.2.19.
Spanish (DGE)
adv. como nación τοὺς ... τοὺς Σικιμίτας ἐ. ἀποσφάξαντας a los que aniquilaron a los sicimitas como nación LXX 4Ma.2.19, οὐκ ἐ. οἰκοῦντες Sch.Pi.O.10.18a, οὐ μόνον τὸν καθ' ἑκάστον, ἀλλὰ καὶ ἐ. ἅπαντας Olymp.Iob 34.29.
German (Pape)
[Seite 720] völkerweise, Ios.
Greek Monolingual
ἐθνηδόν επίρρ. (Α)
εξ ολοκλήρου, σύσσωμο το έθνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. έθνος + -ηδόν (πρβλ. αγεληδόν, αληδόν)].