ἰσχυροσώματος

From LSJ
Revision as of 16:18, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσχῡροσώματος Medium diacritics: ἰσχυροσώματος Low diacritics: ισχυροσώματος Capitals: ΙΣΧΥΡΟΣΩΜΑΤΟΣ
Transliteration A: ischyrosṓmatos Transliteration B: ischyrosōmatos Transliteration C: ischyrosomatos Beta Code: i)sxurosw/matos

English (LSJ)

ον, A gloss on ὀβριμοεργός, Sch.Opp.H.1.360.

German (Pape)

[Seite 1273] von starkem Körper, Schol. Opp. Hal. 1, 360.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσχῡροσώματος: -ον, ἔχων ἰσχυρὸν σῶμα, δυνατός, Σχόλ. εἰς Ὀππ. Ἀλ. 1. 360.

Greek Monolingual

ἰσχυροσώματος, -ον (Α)
αυτός που έχει ισχυρό σώμα, ρωμαλέος, δυνατός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + -σώματος (< σῶμα), πρβλ. απαλο-σώματος, ηδυ-σώματος].