μητρομανής

From LSJ
Revision as of 17:29, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\...)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht

Menander, Monostichoi, 456

Greek Monolingual

-ές
(για γυναίκα) αυτή που πάσχει από μητρομανία, νυμφομανής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μητρομανία, κατά τα σύνθ. σε -μανής (πρβλ. ερωτομανής, μυθομανής, πυρομανής). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].