ετεροειδής
From LSJ
ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → spare the rod and spoil the child | οne who hasn't been flayed is not being taught | if the man was not beaten, he is not educated | the man, who was not paddled, is not educated
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ ἑτεροειδής, -ές)
1. αυτός που ανήκει σε άλλο είδος
2. αυτός που έχει διαφορετική μορφή, ο ανομοιόμορφος
(νεολλ.) βοτ. λέγεται για μέρη τα οποία, στο ίδιο άτομο, παρουσιάζουν διάφορες μορφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -ειδής (< είδος), πρβλ. δυσειδής, ευειδής].