ζωοθηρία
From LSJ
Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before
English (LSJ)
ἡ, (ζῳο-) A chasing living creatures, Pl.Sph.223b.
Greek Monolingual
ζωοθηρία, ἡ (Α)
το κυνήγι που γίνεται με σκοπό τη σύλληψη ζωντανών ζώων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)-(ΙΙ) + -θηρία (< -θηρος < θηρ), πρβλ. ανθρωποθηρία, φιλοθηρία].