ιοβαφής
From LSJ
ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small
Greek Monolingual
-ές (Α ἰοβαφής, -ές)
αυτός που έχει το χρώμα του ίου, ο ιόχρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -βαφής (< βαφή < βάπτω), πρβλ. κροκοβαφής, χρυσοβαφής]·