καραβοστάσι
From LSJ
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
Greek Monolingual
το
μέρος της θάλασσας κοντά στην ακτή κατάλληλο για προσωρινή παραμονή τών πλοίων, αγκυροβόλιο, αραξοβόλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καράβι + στάσι (< -στάσιον < ασθενές θ. στᾰ- του ἵ-στη-μι), πρβλ. εικονοστάσι, λιοστάσι].