καπρών
From LSJ
τοῦ εἰδέναι χάριν ἡ πραγματεία → knowledge is the object of our inquiry, the aim of our investigation is knowledge
τοῦ εἰδέναι χάριν ἡ πραγματεία → knowledge is the object of our inquiry, the aim of our investigation is knowledge
Full diacritics: καπρών | Medium diacritics: καπρών | Low diacritics: καπρών | Capitals: ΚΑΠΡΩΝ |
Transliteration A: kaprṓn | Transliteration B: kaprōn | Transliteration C: kapron | Beta Code: kaprw/n |
ῶνος, ὁ, A pig-sty, IG11(2).154A 41 (Delos, iii B.C.).
καπρών, -ῶνος, ὁ (Α)
χοιροστάσιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάπρος + κατάλ. -ών δηλωτική τόπου (πρβλ. αμπελών, ελαιών)].