καταβλαβής
From LSJ
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
Greek (Liddell-Scott)
καταβλαβής: -ές, βεβλαμμένος τὰς φρένας, Διδ. Ἀλ. 608C. ΙΙ. παθὼν μεγάλην βλάβην, κατεστραμμένος, Ἐπιγρ. Ταυρ., CIG οὕτω καὶ Ἰτ. 4325, 9.
Greek Monolingual
καταβλαβής, -ές (Α)
1. αυτός που έχει βλάβη στις φρένες, στο μυαλό, βλαμμένος
2. αυτός που έχει πάθει μεγάλη ζημιά, που έχει καταστραφεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -βλαβής (< βλάβη), πρβλ. επιβλαβής, προσβλαβής].