Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
-ουν και κρεατόχρωμος, -η, -ο
αυτός που έχει το χρώμα του κρέατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. κρεατο- (βλ. κρεο) + -χρους (< χρώς «χρώμα»), πρβλ. ανθρακόχρους, ροδόχρους].