λειοτριβής
From LSJ
Μισῶ σοφιστήν, ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who is not wise for himself → Odi professum sapere, qui sibi non sapit → Den Weisen hass' ich, der in eigner Sache Tor
German (Pape)
[Seite 24] ές, glatt zerrieben, od. sein zerrieben, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
λειοτριβής: -ές, λείως τετριμμένος, λεῖος, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Διοσκ.
French (Bailly abrégé)
[ῐ] ής, ές :
réduit en poudre fine, Diosc.
Étymologie: λεῖος, τρίβω.
Greek Monolingual
-ές (Α λειοτριβής, -ές)
αυτός που με την τριβή έχει μεταβληθεί σε σκόνη, κονιοποιημένος, ψιλοκοπανισμένος, ψιλοαλεσμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + -τριβής (< τρίβω), πρβλ. ατριβής, εντριβής].