θεοπρόβλητος
From LSJ
τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless
Greek (Liddell-Scott)
θεοπρόβλητος: -ον, ὑπὸ τοῦ θεοῦ ἐκλελεγμένος, Θεοφύλ. 2, 677, Ἄννα Κομν. 408. 412.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ θεοπρόβλητος, -ον)
(για ιερωμένους και ηγεμόνες) ο εκλεκτός του θεού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -πρόβλητος (< προ-βάλλω), πρβλ. εθνοπρόβλητος, λαοπρόβλητος.