κλειδοφόρος
From LSJ
Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied
English (LSJ)
v. sub κλειδοφορέω.
Greek (Liddell-Scott)
κλειδοφόρος: -ον, ὁ φέρων κλειδία, Ἰων. κληϊδ- ἐν Συνεσ. 733Β.
Greek Monolingual
κλειδοφόρος, ιων. τ. κληϊδοφόρος, ὁ, ἡ (Α)
ιερέας ή ιέρεια που φέρει, που κρατά τα κλειδιά, κλειδούχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλείς, -δός + -φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. νικηφόρος, στεφανηφόρος.