κορφολάτης
From LSJ
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
Greek Monolingual
ο
αυτός που ανεβαίνει στις κορυφές τών βουνών, ορειβάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορφή + -λάτης (< ἐλάτης < ἐλαύνω), πρβλ. αλογολάτης, ζευγολάτης].