κρυολογώ
From LSJ
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
Greek Monolingual
-έω και -άω
1. παθαίνω κρυολόγημα («βγήκα λουσμένη έξω και κρυολόγησα»)
2. προξενώ κρυολόγημα («μέ κρυολόγησε το ανοιχτό παράθυρο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρύο + -λογώ (< -λόγος < λέγω), πρβλ. θρηνολογώ, παντρολογώ].