κακοφράδμων
From LSJ
φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
German (Pape)
[Seite 1305] ον, = κακοφραδής, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
κακοφράδμων: -ον, = κακοφραδής, Φαβωρῖν. πρβλ. κακοχρήσμων.
Greek Monolingual
κακοφράδμων και κακοφράσμων, -ον (Α)
(ποιητ. λ.) κακοφραδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -φράδμων (< φράδμων < φράζω), πρβλ. πολυφράδμων.