Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
σῑτοκλέπτης: -ου, ὁ, ὁ κλέπτων σῖτον, Βυζ.
ὁ, ΜΑ
κλέφτης σιταριού ή άλλων δημητριακών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + κλέπτης (< κλέπτω), πρβλ. ἱματιοκλέπτης.