Revision as of 13:30, 25 August 2021 by Spiros(talk | contribs)(Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
ο, θηλ. υπνοβάτιδα και υπνοβάτισσα, η, Ν αυτή που υπνοβατεί. [ΕΤΥΜΟΛ.<ὑπνος+ -βάτης (<βαίνω), πρβλ. ορειβάτης. Η λ., μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικόν Νομοτεχνικόν Ιταλοελληνικόν].