κεστρῖνος
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, A = κεστρεύς, Anaxandr.34.8, Hyp.Fr.188. II in plural, pieces of the fish κέστρα, EM506.45, Phot.
German (Pape)
[Seite 1426] ὁ, = κεστρεύς; Anaxandr. Ath. VII, 307 f; Hyperid. bei Harpocr.; aber nach B. A. 271 τόμια καὶ τεμάχη τῶν ἰχθύων; vgl. E. M 506, 45.
Greek (Liddell-Scott)
κεστρῖνος: ὁ, = κεστρεύς, Ἀναξανδρ. ἐν «Ὀδυσσεῖ» 2, Ὑπερείδ. παρ’ Ἁρποκρ. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., τεμάχια τοῦ ἰχθύος, κέστρα, Ἐτυμολ. Μέγ. 506. 45. Φώτ.
Greek Monolingual
κεστρῑνος, ὁ (Α)
1. κεστρεύς
2. στον πληθ. οί κεστρῑνοι
τα τεμάχια του ψαριού κέστρα, της σφύραινας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του κεστρεύς.