οὐγγία

From LSJ
Revision as of 13:15, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " in pl." to " in plural")

οὐδέπω κακῶν κρηπὶς ὕπεστιν → we have not yet got to the bottom of misery

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐγγία Medium diacritics: οὐγγία Low diacritics: ουγγία Capitals: ΟΥΓΓΙΑ
Transliteration A: oungía Transliteration B: oungia Transliteration C: ouggia Beta Code: ou)ggi/a

English (LSJ)

or οὐγκία, ἡ, Lat. A uncia, as adopted by the Sicil. Greeks, Arist.Fr.510, Gal.13.789, Alex.Aphr.in Top.210.7:—written ὀγκία in Epich.203, Sophr.151: hence Adj. οὐγκιαῖος, α, ον, of one uncia, prob. in SIG1042.23 (Sunium, ii/iii A. D.): οὐγκιασμός, ὁ, measurement by unciae, in plural, Just.Nov.107.1.

German (Pape)

[Seite 408] ἡ, auch οὐγκία, das lat. uncia, Unze, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

οὐγγία: ἢ οὐγκία, ἡ, Λατ. uncia, γενομένη δεκτὴ παρὰ τοῖς ἐν Σικελίᾳ Ἕλλησι, Ἀριστ. Ἀποσπ. 467· φέρεται δὲ ὀγκία Σώφρων καὶ Ἐπίχαρμος παρὰ Φωτ.· ἴδε ἐν λ. λίτρα.

Greek Monolingual

και ουγκιά, η (AM οὐγγία και οὐγκία, Α και ὀγκία)
νεοελλ.
μονάδα βάρους σε διάφορες χώρες, που σήμερα ισούται με 28,34 γραμμάρια
μσν.-αρχ.
το δωδεκατημόριο του ασσαρίου ή γενικώς ενός συνόλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. uncia (< unus «ένας»), πρβλ. ιρλδ. unga, γοτθ. unkja, αρχ. αγγλοσαξ. ynče].

Frisk Etymological English

οὐγκία
Grammatical information: f.
Meaning: Lat. uncia.
Other forms: Also ὀγκία (Epich. 203)