ἀντιρροπία
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
English (LSJ)
ἡ, in plural, τύχης ἀ. A vicissitudes of fortune, Agath. Praef.p.134 D.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιρροπία: ἡ, ἰσορροπία, συμμετρία, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 813.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hp.Art.38, 39
1 desviación en sentido contrario πρὸς ἄκρην τὴν ῥῖνα προσκολληθῆναι τῆς ἀντιρροπίης εἵνεκα (en caso de desviación del tabique nasal) ha de ser pegado a la punta de la nariz para producir una desviación en el sentido contrario Hp.l.c.
2 plu. altibajos, vicisitudes τύχης Agath.1.proem.10.
Greek Monolingual
ἀντιρροπία, η (Α) αντίρροπος
βλ. αντιρροπή.