Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?
Ar. ἄσβολος, ἡ, ἀσβόλη, ἡ, αἰθάλη, V. ψόλος, ὁ (Aesch., Fragment).
blacken with soot, v.: V. αἰθαλοῦν.