ξυλοκράμβη
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, A tree-cabbage, Hippiatr.48 (s.v.l.).
Greek Monolingual
ξυλοκράμβη, ἡ (Μ)
είδος λάχανου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλο(ν) + κράμβη.
Full diacritics: ξῠλοκράμβη | Medium diacritics: ξυλοκράμβη | Low diacritics: ξυλοκράμβη | Capitals: ΞΥΛΟΚΡΑΜΒΗ |
Transliteration A: xylokrámbē | Transliteration B: xylokrambē | Transliteration C: ksylokramvi | Beta Code: culokra/mbh |
ἡ, A tree-cabbage, Hippiatr.48 (s.v.l.).
ξυλοκράμβη, ἡ (Μ)
είδος λάχανου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλο(ν) + κράμβη.