μελιτουργία
From LSJ
πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
English (LSJ)
ἡ, μελῐτουργ-ός, όν, dub. ll. for μελιττουργία, -γός.
German (Pape)
[Seite 124] ἡ, μελιτουργικός u. μελιτουργός, v.l. von μελισσουργία u. s. w.
Greek (Liddell-Scott)
μελῐτουργία: ἡ, μελιτουργός, όν, ἀμφίβολος γραφὴ ἀντὶ μελιττουργία, -γός.
Russian (Dvoretsky)
μελῐτουργία: ἡ изготовление меда или пчеловодство Arst., pl. Diod.