φρικία
From LSJ
Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld
English (LSJ)
τά, A aguish shivering, Dsc.1.127 (v.l. -ίας), 4.14.
Greek Monolingual
και φρίκια, τὰ, Α φρίξ, φρικός]
ρίγος, ανατρίχιασμα που οφείλεται σε ψύχος.