φρικία
From LSJ
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
English (LSJ)
τά, aguish shivering, Dsc.1.127 (v.l. -ίας), 4.14.
Greek Monolingual
και φρίκια, τὰ, Α φρίξ, φρικός]
ρίγος, ανατρίχιασμα που οφείλεται σε ψύχος.