σταχυολογέω
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
glean ears of corn, Sch.Theoc.3.32.
German (Pape)
[Seite 931] Aehren lesen, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
στᾰχυολογέω: συλλέγω στάχυας σίτου, «σταχολογῶ», Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 3. 32, Σουΐδ.· καὶ σταχυολογλογία, ἡ Γλωσσ.