ζεύξη
From LSJ
Νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → Iuvenem magis tacere quam fari decet → Dem jungen Mann steht Schweigen mehr als Reden an
Greek Monolingual
η (AM ζεῡξις)
1. η τοποθέτηση του ζυγού στα δύο υποζύγια
2. ο τρόπος σύνδεσης στον ζυγό
3. η σύνδεση με γέφυρα («πᾶσαν τὴν ζεῡξιν τοῦ Βοσπόρου», Ηρόδ.)
νεοελλ.
(στην ξιφασκία) η διασταύρωση τών ξιφών έτσι ώστε οι λεπίδες τους να αγγίζουν η μία την άλλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. ζεύκ-σις < ζευγ-σις < ζεύγνυμι
πρβλ. αρχ. ινδ. (pra-)yukti-].