φθονώ

From LSJ
Revision as of 08:00, 27 May 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ")

ὁ μὴ πεπλευκὼς οὐδὲν ἑόρακεν κακόν → anyone who hasn't sailed has never seen trouble

Source

Greek Monolingual

φθονῶ, -έω, ΝΜΑ, και φτονώ και φτονάω Ν
κατέχομαι από φθόνο, είμαι ζηλόφθονος (α. «κάλλιο να σε φτονούν παρά να σέ ψυχοπονιούνται», παροιμ.
β. «οὐδὲ φθονοῡμεν ταῖς εὐπραγίαις αὐτῶν», Iσοκρ.)
αρχ.
1. λυπούμαι, δυσαρεστούμαι («φθονεῖς ἄπαις οὖσ', εἰ πατὴρ ἐξηῡρέ με», Ευρ.)
2. αρνούμαι κάτι από φθόνο ή από δυσμένεια («φθονήσας μήτ' ἀπ' οἰωνῶν φάτιν μήτ' εἴ τιν' ἄλλην μαντικῆς ἔχεις ὁδὸν», Σοφ.)
3. φρ. «φθονεῖν τινί τι» — το να αρνείται κανείς να παράσχει κάτι σε κάποιον (Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φθονῶ αποτελεί είτε μετονοματικό παρ. του φθόνος είτε επιτ.-επαναληπτικό τ. ενεστώτα σχηματισμένο από την ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας φθέν- (βλ. λ. φθόνος), πρβλ. φορῶ: φέρω.