ἀρθροκηδής
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
ές, A limb-distressing, πόνοι Luc. Trag.15.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρθροκηδής: -ές, ὁ τὰ ἄρθρα τοῦ σώματος λυμαινόμενος, ἀρθροκηδέσιν πόνοις Λουκ. Τραγῳδοποδάγρα 15.
Spanish (DGE)
-ές que afecta a las articulaciones πόνοι Luc.Trag.15.
Greek Monolingual
ἀρθροκηδής (-οῦς), -ές (Α)
ενοχλητικός στις αρθρώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρθρον + -κηδής < κήδος].