ὁρκοῦρος

From LSJ
Revision as of 20:40, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")

Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίονOnus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt

Menander, Monostichoi, 450
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁρκοῦρος Medium diacritics: ὁρκοῦρος Low diacritics: ορκούρος Capitals: ΟΡΚΟΥΡΟΣ
Transliteration A: horkoûros Transliteration B: horkouros Transliteration C: orkoyros Beta Code: o(rkou=ros

English (LSJ)

ὁ, A v. ἑρκοῦρος.

German (Pape)

[Seite 379] ὁ, = ἑρκοῦρος, Mel. 129 (XII, 257); vgl. Jacobs A. P. p. 785.

Greek (Liddell-Scott)

ὁρκοῦρος: ὁ, = ἑρκοῦρος, Ἀνθολ. Π. 12. 257· ἴδε ὅρκος ἐν τέλ.

Greek Monolingual

ὁρκοῦρος, ὁ (Α)
αυτός που φρουρεί ένα έρκος, έναν προμαχώνα ή περίβολο, ερκούρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Διαφορετική γρφ. του ἑρκοῦρος (< ἕρκος «φραγμός» + οὗρος «φύλαξ»), πρβλ. ὁρκάνη: ἑρκάνη.

Greek Monotonic

ὁρκοῦρος: ὁ, = ἑρκ-οῦρος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ὁρκοῦρος: ὁ Anth. = ἕρκουρος.

Middle Liddell

ὁρκ-οῦρος, ὁ, = ἑρκοῦρος, Anth.]