φιλομειράκιος
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
[ᾰ], ον, fond of boys, Phld.Acad.Ind.p.48 M., D.L.4.40.
German (Pape)
[Seite 1282] = φιλομεῖραξ, ἀρετά Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλομειράκιος: -ον, ὁ φιλῶν τοὺς μείρακας, Κλήμ. Ἀλεξ. 346.
Greek Monolingual
φιλομεῖραξ, -είρακος, ὁ, ἡ, Α
(κυρίως ως προσωνυμία της Αρτέμιδος) αυτός που αγαπά τους εφήβους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + μεῖραξ «νεαρός, έφηβος»].
Russian (Dvoretsky)
φιλομειράκιος: любящий юношей Diog. L.