λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
adv.hardiment;Cp. θρασύτερον, Sp. θρασύτατα.Étymologie: θρασύς.
θρᾰσέως:1) смело, храбро Arph., Thuc.;2) дерзко, нагло Thuc.