ἐπίχυσις
τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard
English (LSJ)
εως, ἡ, (ἐπιχέω) A pouring upon or in, influx, Pl.Ti.77d, Arist.Mete.356a6; ποταμῶν ἐπιχύσεις Ath.8.331d; τῶν ὄμβρων D.C.41.45 : metaph., ἐ. πολιτῶν Pl.Lg.740e; τῆς τῶν ἡδονῶν ῥώμης ib.841a. 2 = ὑπόχυσις, Phlp.in de An.291.32. 3 = κονίασις, Hsch. II toast, Plb.16.21.12 (pl.); ἐπιχύσεις τινὸς λαμβάνειν, ποιεῖσθαι (cf.ἐπιχέω ΙΙ), Plu.Demetr.25, Brut.24. 2 anointing, ἐν ταῖς ἐπιχύσεσι IG12(1).155.121 (Rhodes). III beaker or wine-jug, Men.503, Phylarch.44J., Plaut.Rud.1319; ἐ. τοῦ χαλκίου Ar.Fr.214.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίχῠσις: -εως, ἡ, (ἐπιχέω) χύσις ἐπί τινος ἢ ἔν τινι, εἰσροή, Πλατ. Τιμ. 77D, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 2, 20· ποταμῶν ἐπιχύσεις Ἀθήν. 331D· τῶν ὄμβρων Δίων Κ. 41. 45: - μεταφ., ἐπ. πολιτῶν Πλάτ. Νόμ. 740Ε· τῆς τῶν ἡδονῶν ῥώμης αὐτόθι 841Α. 2) = ὑπόχυσις, πάθος τῶν ὀφθαλμῶν, ὀφθαλμῶν ἐπιχύσεις τε καὶ λευκώματα Νικηφ. Κάλλιστος ἐν Lambec Bibl. Caes. τ. 8, σ. 123Β. 3) = κονίασις, Ἡσύχ. ΙΙ. ἡ πλήρωσις τῶν ποτηρίων διὰ πρόποσιν, ὅπερ ἦν ἔργον τοῦ οἰνοχόου, Πολύβ. 16. 21, 22· ἐπίχυσίν τινος λαμβάνειν, ποιεῖσθαι (πρβλ. ἐπιχέω ΙΙ), Πλουτ. Δημήτρ. 25, Βροῦτ. 24· ἐν ταῖς ἐπιχύσεσι = ἐν τοῖς συμποσίοις, Συλλ. Ἐπιγρ. 2525b. 121. ΙΙΙ. ποτήριον, ἢ οἴνου λάγηνος, Μένανδ. ἐν «Φιλαδέλφοις» 1· ἐπ. χαλκίου Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 12· πρβλ. Φύλαρχον παρ᾿ Ἀθην. 142D.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de verser sur, particul. action de boire à la santé de qqn : ἐπίχυσιν λαμβάνειν ou ποιεῖσθαί τινος PLUT porter la santé de qqn.
Étymologie: ἐπιχέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίχῠσις: εως ἡ
1) вливание, приток Plat.;
2) перен. наплыв (πολιτῶν Plat.);
3) прилив (τῆς ῥώμης Plat.);
4) здравица Polyb.: ἐπίχυσίν τινος λαμβάνειν и ποιεῖσθαι Plut. пить за чье-л. здоровье;
5) кубок, чаша Arph., Men.