ἀπηγορέομαι
From LSJ
τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation
English (LSJ)
Med., A defend oneself, like ἀπολογέομαι, Arist.Pr. 951a23:—Act., defend, Simp.in Cat.17.2.
German (Pape)
[Seite 290] sich vertheidigen, Arist. Probl. 29, 13.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπηγορέομαι: Μέσ. ὑπερασπίζω ἐμαυτόν, ὡς τὸ ἀπολογέομαι, Ἀριστ. Πρβλ. 29. 13, 1.
Russian (Dvoretsky)
ἀπηγορέομαι: говорить в свою защиту, оправдываться Arst.