ὁμονοητικῶς
From LSJ
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
French (Bailly abrégé)
adv.
avec des sentiments de concorde.
Étymologie: ὁμονοητικός.
Russian (Dvoretsky)
ὁμονοητικῶς: во взаимном согласии, единодушно (διακεῖσθαι или ἔχειν Plat.; λέγειν Arst.).
English (Woodhouse)
(see also: ὁμονοητικός) concordantly