ἰσορροπέω
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
A to be equally balanced, in equipoise, Pl.Ti.52e,Lg.733c, 794e; τινι with . ., Plb.1.11.1.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσορροπέω: εἶμαι ἰσόρροπος, εἶμαι ἐν ἰσορροπίᾳ, Πλάτ. Τίμ. 52Ε, Νόμ. 733D, 794Ε· τινι Πολύβ. 1. 11. 1.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être en équilibre.
Étymologie: ἰσόρροπος.
Russian (Dvoretsky)
ἰσορροπέω: находиться в равновесии Plat.: ἰ. τινι Arst., Polyb. находиться в равновесии с чем-л.; ἕρμα ἐν μέσῳ θεμένη καὶ ἰσορροπήσασα Plut. балласт, помещенный в середине для равновесия.