ἱπποθόρος

From LSJ
Revision as of 16:47, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+), ([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2, $3")

καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱπποθόρος Medium diacritics: ἱπποθόρος Low diacritics: ιπποθόρος Capitals: ΙΠΠΟΘΟΡΟΣ
Transliteration A: hippothóros Transliteration B: hippothoros Transliteration C: ippothoros Beta Code: i(ppoqo/ros

English (LSJ)

ὁ, (θόρνυμι) A covering mares, especially of a he-ass kept for breeding mules, Hsch. II as adjective, ἱ. νόμος a tune played to a mare, while she was being covered, Plu. 2.138b,704f.

German (Pape)

[Seite 1259] ὁ, Pferdebeschäler, bes. vom Esel, der zum Beschälen von Stuten gebraucht wied, VLL.; ἱππ. νόμος, ein Lied, welches während der Belegung der Stuten gespielt wurde, Plut. praec. conj. i. A., μέλος τι τοῖς ἵπποις ὁρμῆς ἐπεγερτικόν, vgl. Symp. 7, 5, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἱπποθόρος: ὁ, (θόρνυμι) ὁ βατεύων θηλείας ἵππους, κυρίως ἐπὶ ὄνου τρεφομένου ὅπως ὀχεύῃ θηλείας ἵππους πρὸς παραγωγὴν ἡμιόνων, «ὄνος ἵππους βιβάζων» Ἡσύχ. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ἱππόθορος νόμος, μέλος παιζόμενον ὅτε ἐβατεύοντο φοράδες, ὡς ὁρμῆς ἐγερτικόν, Πλούτ. 2, 138Β, 704F.

Greek Monolingual

ἱπποθόρος, ὁ (Α)
(κυρίως για όνο που χρησιμοποιείται για παραγωγή ημιόνων) αυτός που οχεύει φοράδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -θόρος (< θορός «σπέρμα»), πρβλ. βου-θόρος. Η παροξυτονία προσδίδει στο συνθ. ενεργητική σημασία, εν αντιθέσει προς την «αναφορική» σημασία του προπαροξύτονου ιππόθορος].
ἱππόθορος, -ον (Α)
φρ. «ἱππόθορος νόμος» — μουσικό κομμάτι που παιζόταν, όταν οχεύονταν οι φοράδες, ως διεγερτικό της ορμής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) + -θόρος (< θορός «σπέρμα»), πρβλ. βούθορος, ένθορος(βλ. και ιπποθόρος)].

Russian (Dvoretsky)

ἱπποθόρος: способствующий случке ослов с кобылицами, случной (αὐλητικὸς νόμος Plut.).