λυκέη
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
(sc. δορά), ἡ, A wolf's-skin, Il.10.459, Hsch.:—contr. λυκῆ App.Hisp.48, Poll.5.16.
Greek (Liddell-Scott)
λῠκέη: (ἐξυπακουομένου τοῦ δορά), ἡ, δέρμα λύκου, Ἰλ. Κ. 459· συνῃρ. λυκῆ, Ἀππ. Ἰβηρ. 48· περικεφαλαία ἐξ αὐτοῦ, Πολυδ. Ε΄, 16, Ἡσύχ.· - πρβλ. κυνέη, κυνῆ. - Ἴδε Κόντου Φιλολογ. Σύμμικτα ἐν «Ἀθηνᾶς» τ. Δ΄, σ. 324.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
Greek Monotonic
λῠκέη: (ενν. δορά), ἡ, δέρμα λύκου, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
λῠκέη: ἡ (sc. δορά) волчья шкура Hom.