καλαθοειδής

From LSJ
Revision as of 19:05, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2, $3")

λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλᾰθοειδής Medium diacritics: καλαθοειδής Low diacritics: καλαθοειδής Capitals: ΚΑΛΑΘΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: kalathoeidḗs Transliteration B: kalathoeidēs Transliteration C: kalathoeidis Beta Code: kalaqoeidh/s

English (LSJ)

ές, A basket-shaped, narrow at the base, Cleom.2.2, Gal.18(1).822, Theo Sm.p.196H., Simp.in Cael.546.31. Adv. -δῶς Heraclit.All.46.

German (Pape)

[Seite 1306] ές, korbförmig, Sp.

Greek Monolingual

καλαθοειδής, -ές (Α)
αυτός που έχει σχήμα καλαθιού, ο στενός στη βάση του.
επίρρ...
καλαθοειδῶς (Α)
με σχήμα ή μορφή καλαθιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαθος + -ειδής (< εἶδος), πρβλ. ρομβοειδής, σφαιροειδής].