νυκτομαχέω

From LSJ
Revision as of 10:07, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs)

φύσις ἁπάντων τῶν διδαγμάτων κρατεῖ → Natura superat omne doctrinae genusNatur ist überlegen jedem Unterricht

Menander, Monostichoi, 213
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτομᾰχέω Medium diacritics: νυκτομαχέω Low diacritics: νυκτομαχέω Capitals: ΝΥΚΤΟΜΑΧΕΩ
Transliteration A: nyktomachéō Transliteration B: nyktomacheō Transliteration C: nyktomacheo Beta Code: nuktomaxe/w

English (LSJ)

fight by night, Plu.Cam. 36, App.BC5.35, etc.: metaph., ν. τῇ παρθένῳ ἐρωτικῶς Aristaenet.1.10.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτομᾰχέω: μάχομαι κατὰ τὴν νύκτα, Πλουτ. Κάμιλλ. 36, Ἀππ. Ἐμφύλ. 5. 35, κτλ.

French (Bailly abrégé)

νυκτομαχῶ :
combattre la nuit.
Étymologie: νύξ, μάχομαι.

Greek Monotonic

νυκτομᾰχέω: (μάχομαι), μέλ. νυκτομαχήσω, μάχομαι κατά τη διάρκεια της νύχτας, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

νυκτομᾰχέω: сражаться ночью, вести ночной бой (πρός τινα Plut.).

Middle Liddell

νυκτο-μᾰχέω, fut. -ήσω μάχομαι
to fight by night, Plut.