ἀληθευτής
From LSJ
γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A truth-speaking person, ἀ. λόγων Max.Tyr.21.6.
German (Pape)
[Seite 94] ὁ, λόγων, der stets die Wahrheit spricht, Man. Tyr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀληθευτής: -οῦ, ὁ, φιλαλήθης ἄνθρωπος, εἰλικρινής, Μάξ. Τύρ. 21. 6.
Spanish (DGE)
-οῦ
sincero, verdadero op. ψεύστης Origenes Fr.in Ps.115.2
•c. gen. cumplidor, leal a ἀ. λόγων Max.Tyr.15.6.
Greek Monolingual
ἀληθευτής, ο (Α)
1. αυτός που λέει την αλήθεια, ο φιλαλήθης
2. αυτός που επαληθεύει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀληθεύω.
ΠΑΡ. αρχ.-μσν. ἀληθευτικός.